- κνισῶσαι
- κνῑσῶσαι , κνισάωfill with the savour of burnt sacrificepres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic)κνῑσῶσαι , κνισόωturn into fatty smokeaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κνισώ — κνισῶ, άω και όω (Α) [κνίσα] 1. γεμίζω έναν τόπο με οσμή από κνίσα 2. εξατμίζω (α. «τὸν μάγειρον δὲ τὸν ζωμὸν κνισῶσαι», Λουκιαν. β. «ὑπεροπτώμενος ὁ ἰχθὺς κνισοῡται καὶ ἀφανίζεται», Αλέξ. Αφρ.) 3. παθ. κνισοῡμαι, όομαι α) αναδίδω κνίσα… … Dictionary of Greek